- Πελοποννησίους
- Πελοποννήσιοιmasc acc plΠελοποννήσιοςin the Peloponnesianmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
ευρυμέδων — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς των Γιγάντων στην Ήπειρο. Ήταν πατέρας της Περιβοίας, η οποία απέκτησε από τον Ποσειδώνα τον Ναυσίθο, πρώτο βασιλιά των Φαιάκων. Σύμφωνα με μία παράδοση, ήταν εραστής της Ήρας πριν από τον γάμο της με τον … Dictionary of Greek
καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη … Dictionary of Greek
κατάνη — (Catania). Πόλη (306.464 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, στην ανατολική ακτή της Σικελίας, στους πρόποδες του ηφαιστείου της Αίτνας. Αφού καταστράφηκε πολλές φορές από σεισμούς και από λάβα της Αίτνας, ανοικοδομήθηκε στη σημερινή της θέση έπειτα από… … Dictionary of Greek
κολοκοτρώνης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών, η δράση των οποίων εκτείνεται στην προεπαναστατική περίοδο, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης καθώς και μετά την απελευθέρωση. Η οικογένεια καταγόταν από την Πελοπόννησο και πολλά μέλη της διαδραμάτισαν… … Dictionary of Greek
κοσκινάς — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Διονύσιος. Καταγόταν από την Κέρκυρα. Αρχικά πολέμησε στον τακτικό στρατό των Επτανησίων. Αργότερα μετέβη στην Πελοπόννησο, όπου συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις εκεί καθώς και στην εκστρατεία της Αττικής. Μετά… … Dictionary of Greek
παμπελοποννησιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλη την Πελοπόννησο ή σε όλους τους Πελοποννησίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + Πελοπόννησος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Σπ. Π. Λάμπρο] … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Βιλαέτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από τον Πύργο της Ηλείας. 1. Ιωάννης. Προεστός του Πύργου. Μαζί με άλλους προύχοντες είχε φυλακιστεί από τους Τούρκους όταν άρχισε η Επανάσταση. Όταν οι Έλληνες κατέλαβαν την Τρίπολη, τον βρήκαν άρρωστο από τις… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek